-
Notifications
You must be signed in to change notification settings - Fork 0
/
Copy pathpresimper.txt
364 lines (364 loc) · 19.3 KB
/
presimper.txt
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
94
95
96
97
98
99
100
101
102
103
104
105
106
107
108
109
110
111
112
113
114
115
116
117
118
119
120
121
122
123
124
125
126
127
128
129
130
131
132
133
134
135
136
137
138
139
140
141
142
143
144
145
146
147
148
149
150
151
152
153
154
155
156
157
158
159
160
161
162
163
164
165
166
167
168
169
170
171
172
173
174
175
176
177
178
179
180
181
182
183
184
185
186
187
188
189
190
191
192
193
194
195
196
197
198
199
200
201
202
203
204
205
206
207
208
209
210
211
212
213
214
215
216
217
218
219
220
221
222
223
224
225
226
227
228
229
230
231
232
233
234
235
236
237
238
239
240
241
242
243
244
245
246
247
248
249
250
251
252
253
254
255
256
257
258
259
260
261
262
263
264
265
266
267
268
269
270
271
272
273
274
275
276
277
278
279
280
281
282
283
284
285
286
287
288
289
290
291
292
293
294
295
296
297
298
299
300
301
302
303
304
305
306
307
308
309
310
311
312
313
314
315
316
317
318
319
320
321
322
323
324
325
326
327
328
329
330
331
332
333
334
335
336
337
338
339
340
341
342
343
344
345
346
347
348
349
350
351
352
353
354
355
356
357
358
359
360
361
362
363
364
1 ὑπώπτευε 1.1.1 ὑποπτεύω to be suspicious
2 ἐτύγχανε 1.1.2 τυγχάνω (with gen.) to hit the mark
3 ἀναβαίνει 1.1.2 ἀναβαίνω to go up
4 ἀνέβη 1.1.2 ἀναβαίνω to go up
5 διαβάλλει 1.1.3 διαβάλλω to throw over
6 συλλαμβάνει 1.1.3 συλλαμβάνω to collect
7 ἀποπέμπει 1.1.3 ἀποπέμπω to send off
8 βασιλεύσει 1.1.4 βασιλεύω to be king
9 ὑπῆρχε 1.1.4 ὑπάρχω to begin; to exist
10 ἥθροιζεν 1.1.6 ἀθροίζω to gather together
11 εἶχε 1.1.6 ἔχω to have
12 παρήγγειλε 1.1.6 παραγγέλλω to transmit as a message; give orders
13 ἀπέκτεινε 1.1.7 ἀποκτείνω to kill
14 ἐξέβαλεν 1.1.7 ἐκβάλλω to throw
15 συνέπραττεν 1.1.8 συμπράσσω to join or help in doing
16 ἐνόμιζε 1.1.8 νομίζω to have as a custom; to believe
17 ἀπέπεμπε 1.1.8 ἀποπέμπω to send off
18 ἐτύγχανεν 1.1.8 τυγχάνω (with gen.) to hit the mark
19 συνέλεξεν 1.1.9 συλλέγω to collect
20 ἐλάνθανεν 1.1.9 λανθάνω to escape notice
21 ἐτύγχανεν 1.1.10 τυγχάνω (with gen.) to hit the mark
22 ἐλάνθανεν 1.1.10 λανθάνω to escape notice
23 ἐκέλευσε 1.1.11 κελεύω to urge
24 ἐκέλευσεν 1.1.11 κελεύω to urge
25 ἁθροίζει 1.2.1 ἀθροίζω to gather together
26 παραγγέλλει 1.2.1 παραγγέλλω to transmit as a message; give orders
27 εἶχε 1.2.1 ἔχω to have
28 προειστήκει 1.2.1 προειστήκω nodef
29 παραγγέλλει 1.2.1 παραγγέλλω to transmit as a message; give orders
30 ἐκέλευσε 1.2.2 κελεύω to urge
31 ἐπίστευον 1.2.2 πιστεύω to trust
32 ἤκουσε 1.2.5 ἀκούω to hear
33 ἐξελαύνει 1.2.5 ἐξελαύνω to drive out from
34 ἐξελαύνει 1.2.6 ἐξελαύνω to drive out from
35 ἔμεινεν 1.2.6 μένω to stay at home
36 ἧκε 1.2.6 ἥκω to have come
37 ἐξελαύνει 1.2.7 ἐξελαύνω to drive out from
38 ἐθήρευεν 1.2.7 θηρεύω to hunt
39 ἐμβάλλει 1.2.8 ἐμβάλλω to throw in
40 ἔμεινε 1.2.9 μένω to stay at home
41 ἧκε 1.2.9 ἥκω to have come
42 ἐξελαύνει 1.2.10 ἐξελαύνω to drive out from
43 ἔμεινεν 1.2.10 μένω to stay at home
44 ἔθυσε 1.2.10 θύω to sacrifice
45 ἐξελαύνει 1.2.11 ἐξελαύνω to drive out from
46 ἐξελαύνει 1.2.11 ἐξελαύνω to drive out from
47 ἔμεινεν 1.2.11 μένω to stay at home
48 διῆγε 1.2.11 διάγω to carry over
49 εἶχε 1.2.12 ἔχω to have
50 ἐλαύνει 1.2.13 ἐλαύνω to drive
51 ἐξελαύνει 1.2.14 ἐξελαύνω to drive out from
52 ἔμεινεν 1.2.14 μένω to stay at home
53 ἐκέλευσε 1.2.15 κελεύω to urge
54 εἶχε 1.2.15 ἔχω to have
55 παρήλαυνον 1.2.16 παρελαύνω to drive by
56 εἶχον 1.2.16 ἔχω to have
57 παρήλασε 1.2.17 παρελαύνω to drive by
58 ἐκέλευσε 1.2.17 κελεύω to urge
59 προεῖπον 1.2.17 προλέγω pick before; foretell; proclaim
60 ἐσάλπιγξε 1.2.17 σαλπίζω to sound the trumpet
61 ἔφυγεν 1.2.17 φεύγω to flee
62 ἔφυγον 1.2.17 φεύγω to flee
63 ἐθαύμασε 1.2.18 θαυμάζω to wonder
64 ἐξελαύνει 1.2.19 ἐξελαύνω to drive out from
65 ἔμεινε 1.2.19 μένω to stay at home
66 ἐξελαύνει 1.2.19 ἐξελαύνω to drive out from
67 ἐπέτρεψε 1.2.19 ἐπιτρέπω to turn over to
68 ἀποπέμπει 1.2.20 ἀποπέμπω to send off
69 συνέπεμψεν 1.2.20 συμπέμπω to send with
70 εἶχε 1.2.20 ἔχω to have
71 ἐξελαύνει 1.2.20 ἐξελαύνω to drive out from
72 ἔμειναν 1.2.20 μένω to stay at home
73 ἀπέκτεινεν 1.2.20 ἀποκτείνω to kill
74 ἐκώλυεν 1.2.21 κωλύω to let
75 ἔμεινεν 1.2.21 μένω to stay at home
76 ἧκεν 1.2.21 ἥκω to have come
77 ἤκουε 1.2.21 ἀκούω to hear
78 ἀνέβη 1.2.22 ἀναβαίνω to go up
79 ἐφύλαττον 1.2.22 φυλάσσω to keep watch and ward
80 κατέβαινεν 1.2.22 καταβαίνω to step down
81 φέρει 1.2.22 φέρω to bear
82 περιεῖχεν 1.2.22 περιέχω to encompass
83 ἤλασε 1.2.23 ἐλαύνω to drive
84 ἐξέλιπον 1.2.24 ἐκλείπω to leave out
85 ἔμειναν 1.2.24 μένω to stay at home
86 ἧκον 1.2.26 ἥκω to have come
87 διήρπασαν 1.2.26 διαρπάζω to tear in pieces
88 εἰσήλασεν 1.2.26 εἰσελαύνω to drive in
89 ἤθελε 1.2.26 ἐθέλω to will
90 ἔπεισε 1.2.26 πείθω to prevail upon
91 ἔλαβε 1.2.26 λαμβάνω to take
92 ἔμεινεν 1.3.1 μένω to stay at home
93 ὑπώπτευον 1.3.1 ὑποπτεύω to be suspicious
94 ἔβαλλον 1.3.1 βάλλω to throw
95 ἐξέφυγε 1.3.2 ἐκφεύγω to flee out
96 ἔγνω 1.3.2 γιγνώσκω to learn to know
97 συνήγαγεν 1.3.2 συνάγω to bring together
98 ἐδάκρυε 1.3.2 δακρύω to weep
99 ἐθαύμαζον 1.3.2 θαυμάζω to wonder
100 ἔλεξε 1.3.2 λέγω to pick; to say
101 θαυμάζετε 1.3.3 θαυμάζω to wonder
102 φέρω 1.3.3 φέρω to bear
103 ἔπαθον 1.3.4 πάσχω to experience
104 ἐρεῖ 1.3.5 λέγω to pick; to say
105 θέλετε 1.3.5 ἐθέλω to will
106 νομίζω 1.3.6 νομίζω to have as a custom; to believe
107 ἔχετε 1.3.6 ἔχω to have
108 εἶπεν 1.3.7 λέγω to pick; to say
109 ἤθελε 1.3.8 ἐθέλω to will
110 ἔλεγε 1.3.8 λέγω to pick; to say
111 ἐκέλευεν 1.3.8 κελεύω to urge
112 ἔλεξε 1.3.9 λέγω to pick; to say
113 ἔχει 1.3.9 ἔχω to have
114 νομίζει 1.3.10 νομίζω to have as a custom; to believe
115 ἐθέλω 1.3.10 ἐθέλω to will
116 μένομεν 1.3.11 μένω to stay at home
117 μενοῦμεν 1.3.11 μένω to stay at home
118 ἕξομεν 1.3.11 ἔχω to have
119 ἔχει 1.3.12 ἔχω to have
120 γιγνώσκει 1.3.12 γιγνώσκω to learn to know
121 ἐγίγνωσκον 1.3.13 γιγνώσκω to learn to know
122 εἶπε 1.3.14 λέγω to pick; to say
123 ἀπάξει 1.3.14 ἀπάγω to lead away
124 ἔχομεν 1.3.14 ἔχω to have
125 εἶπε 1.3.14 λέγω to pick; to say
126 εἶπε 1.3.14 λέγω to pick; to say
127 πιστεύσομεν 1.3.16 πιστεύω to trust
128 κωλύει 1.3.16 κωλύω to let
129 πέμπουσιν 1.3.20 πέμπω to send
130 ἀκούει 1.3.20 ἀκούω to hear
131 ἀγγέλλουσι 1.3.21 ἀγγέλλω to bear a message
132 ἄγει 1.3.21 ἄγω to lead
133 ἔφερον 1.3.21 φέρω to bear
134 ἤκουσεν 1.3.21 ἀκούω to hear
135 ἐξελαύνει 1.4.1 ἐξελαύνω to drive out from
136 ἐξελαύνει 1.4.1 ἐξελαύνω to drive out from
137 ἐξελαύνει 1.4.1 ἐξελαύνω to drive out from
138 ἔμειναν 1.4.2 μένω to stay at home
139 ἐξελαύνει 1.4.4 ἐξελαύνω to drive out from
140 εἶχε 1.4.4 ἔχω to have
141 ἤκουσε 1.4.5 ἀκούω to hear
142 ἀπήλαυνεν 1.4.5 ἀπελαύνω to drive away
143 ἐξελαύνει 1.4.6 ἐξελαύνω to drive out from
144 ἔμεινεν 1.4.6 μένω to stay at home
145 διώκει 1.4.7 διώκω to pursue
146 ᾤκτιρον 1.4.7 οἰκτίρω to pity
147 εἶπεν 1.4.8 λέγω to pick; to say
148 ἔχω 1.4.8 ἔχω to have
149 διώξω 1.4.8 διώκω to pursue
150 ἐρεῖ 1.4.8 λέγω to pick; to say
151 ἔχω 1.4.8 ἔχω to have
152 εἶπεν 1.4.9 λέγω to pick; to say
153 ἐξελαύνει 1.4.9 ἐξελαύνω to drive out from
154 ἐνόμιζον 1.4.9 νομίζω to have as a custom; to believe
155 ἐξελαύνει 1.4.10 ἐξελαύνω to drive out from
156 φύουσι 1.4.10 φύω to bring forth
157 ἐξέκοψε 1.4.10 ἐκκόπτω to cut out
158 κατέκαυσεν 1.4.10 κατακαίω to burn down
159 ἐξελαύνει 1.4.11 ἐξελαύνω to drive out from
160 ἔμεινεν 1.4.11 μένω to stay at home
161 ἔλεγεν 1.4.11 λέγω to pick; to say
162 κελεύει 1.4.11 κελεύω to urge
163 ἀπήγγελλον 1.4.12 ἀπαγγέλλω to bring tidings
164 ἐχαλέπαινον 1.4.12 χαλεπαίνω to be severe
165 ἀπήγγελλον 1.4.13 ἀπαγγέλλω to bring tidings
166 συνέλεξε 1.4.13 συλλέγω to collect
167 ἔλεξε 1.4.13 λέγω to pick; to say
168 κελεύω 1.4.14 κελεύω to urge
169 διέβησαν 1.4.16 διαβαίνω to cross (a river
170 εἶπεν 1.4.16 λέγω to pick; to say
171 μελήσει 1.4.16 μέλω to be an object of care
172 νομίζετε 1.4.16 νομίζω to have as a custom; to believe
173 διέβαινε 1.4.17 διαβαίνω to cross (a river
174 ἔλεγον 1.4.18 λέγω to pick; to say
175 κατέκαυσεν 1.4.18 κατακαίω to burn down
176 ἐξελαύνει 1.4.19 ἐξελαύνω to drive out from
177 ἔμειναν 1.4.19 μένω to stay at home
178 ἐξελαύνει 1.5.1 ἐξελαύνω to drive out from
179 ἐδίωκον 1.5.2 διώκω to pursue
180 ἔτρεχον 1.5.2 τρέχω to run
181 ἔλαβεν 1.5.3 λαμβάνω to take
182 ἀπαγορεύουσι 1.5.3 ἀπαγορεύω to forbid; to give up
183 ἔμειναν 1.5.5 μένω to stay at home
184 ἐξελαύνει 1.5.5 ἐξελαύνω to drive out from
185 ἦγον 1.5.5 ἄγω to lead
186 ἐπέλιπε 1.5.6 ἐπιλείπω to leave behind; to run out
187 ἤλαυνεν 1.5.7 ἐλαύνω to drive
188 ἔταξε 1.5.7 τάσσω to arrange
189 ἐκέλευσε 1.5.8 κελεύω to urge
190 ἔτυχεν 1.5.8 τυγχάνω (with gen.) to hit the mark
191 ἐξεκόμισαν 1.5.8 ἐκκομίζω to carry out
192 ἠγόραζον 1.5.10 ἀγοράζω to be in the ἀγορά
193 εἶχον 1.5.10 ἔχω to have
194 συνῆγον 1.5.10 συνάγω to bring together
195 διέβαινον 1.5.10 διαβαίνω to cross (a river
196 ἐλάμβανον 1.5.10 λαμβάνω to take
197 ἐνέβαλεν 1.5.11 ἐμβάλλω to throw in
198 ἔλεγεν 1.5.11 λέγω to pick; to say
199 ἐχαλέπαινον 1.5.11 χαλεπαίνω to be severe
200 ἀφιππεύει 1.5.12 ἀφιππεύω to ride off
201 ἧκεν 1.5.12 ἥκω to have come
202 προσήλαυνε 1.5.12 προσελαύνω to drive
203 ἥμαρτεν 1.5.12 ἁμαρτάνω to miss
204 καταφεύγει 1.5.13 καταφεύγω to flee for refuge
205 παραγγέλλει 1.5.13 παραγγέλλω to transmit as a message; give orders
206 ἐκέλευσε 1.5.13 κελεύω to urge
207 ἤλαυνεν 1.5.13 ἐλαύνω to drive
208 ἔτυχε 1.5.14 τυγχάνω (with gen.) to hit the mark
209 ἐχαλέπαινεν 1.5.14 χαλεπαίνω to be severe
210 ἐκέλευσέ 1.5.14 κελεύω to urge
211 ἔλαβε 1.5.15 λαμβάνω to take
212 ἧκεν 1.5.15 ἥκω to have come
213 λέγει 1.5.15 λέγω to pick; to say
214 συνάψετε 1.5.16 συνάπτω to tie
215 ἔκαιον 1.6.1 καίω to light
216 ἐπιβουλεύει 1.6.1 ἐπιβουλεύω to plot against
217 εἶπεν 1.6.2 λέγω to pick; to say
218 ἐκέλευεν 1.6.2 κελεύω to urge
219 γράφει 1.6.3 γράφω to scratch
220 ἐκέλευεν 1.6.3 κελεύω to urge
221 συλλαμβάνει 1.6.4 συλλαμβάνω to collect
222 ἐκέλευσεν 1.6.4 κελεύω to urge
223 ἀπήγγειλε 1.6.5 ἀπαγγέλλω to bring tidings
224 ἔλαβον 1.6.6 λαμβάνω to take
225 ἔγνως 1.6.7 γιγνώσκω to learn to know
226 ἔλαβες 1.6.7 λαμβάνω to take
227 εἶπε 1.6.9 λέγω to pick; to say
228 λέγει 1.6.9 λέγω to pick; to say
229 εἶπε 1.6.9 λέγω to pick; to say
230 συμβουλεύω 1.6.9 συμβουλεύω to advise
231 ἔλαβον 1.6.10 λαμβάνω to take
232 ἐξῆγον 1.6.10 ἐξάγω to lead out
233 ἀπέθανεν 1.6.11 ἀποθνῄσκω to die
234 ἔλεγεν 1.6.11 λέγω to pick; to say
235 εἴκαζον 1.6.11 εἰκάζω to make like to
236 ἐξελαύνει 1.7.1 ἐξελαύνω to drive out from
237 ἐκέλευε 1.7.1 κελεύω to urge
238 διέταξε 1.7.1 διατάσσω to appoint
239 ἀπήγγελλον 1.7.2 ἀπαγγέλλω to bring tidings
240 ἄγω 1.7.3 ἄγω to lead
241 προσέλαβον 1.7.3 προσλαμβάνω to take or receive in addition
242 εὐδαιμονίζω 1.7.3 εὐδαιμονίζω to call or account happy
243 ἔχω 1.7.3 ἔχω to have
244 διδάξω 1.7.4 διδάσκω to teach
245 εἶπεν 1.7.5 λέγω to pick; to say
246 λέγουσί 1.7.5 λέγω to pick; to say
247 ἔλεξεν 1.7.6 λέγω to pick; to say
248 σατραπεύουσιν 1.7.6 σατραπεύω to be a satrap
249 ἔχω 1.7.7 ἔχω to have
250 ἔχω 1.7.7 ἔχω to have
251 ἐξήγγελλον 1.7.8 ἐξαγγέλλω to send out
252 ἀπέπεμπε 1.7.8 ἀποπέμπω to send off
253 ἤγγελλον 1.7.13 ἀγγέλλω to bear a message
254 ἤγγελλον 1.7.13 ἀγγέλλω to bear a message
255 ἐξελαύνει 1.7.14 ἐξελαύνω to drive out from
256 εἰσβάλλουσι 1.7.15 εἰσβάλλω to throw into
257 διαλείπουσι 1.7.15 διαλείπω to leave an interval between
258 εἶπεν 1.7.18 λέγω to pick; to say
259 εἶπεν 1.7.18 λέγω to pick; to say
260 ἐκώλυε 1.7.19 κωλύω to let
261 ἔμελλε 1.8.1 μέλλω to think of doing
262 ἐνετύγχανεν 1.8.1 ἐντυγχάνω to light upon
263 ἔλαβε 1.8.3 λαμβάνω to take
264 παρήγγελλεν 1.8.3 παραγγέλλω to transmit as a message; give orders
265 ἔσχε 1.8.4 ἔχω to have
266 εἶχον 1.8.7 ἔχω to have
267 εἶχον 1.8.7 ἔχω to have
268 ἤστραπτε 1.8.8 ἀστράπτω to lighten
269 εἶχον 1.8.10 ἔχω to have
270 εἶπεν 1.8.11 λέγω to pick; to say
271 ἤθελεν 1.8.13 ἐθέλω to will
272 μέλει 1.8.13 μέλω to be an object of care
273 εἶπε 1.8.15 λέγω to pick; to say
274 ἐκέλευε 1.8.15 κελεύω to urge
275 ἤκουσε 1.8.16 ἀκούω to hear
276 εἶπεν 1.8.16 λέγω to pick; to say
277 ἐθαύμασε 1.8.16 θαυμάζω to wonder
278 παραγγέλλει 1.8.16 παραγγέλλω to transmit as a message; give orders
279 ἀπήλαυνε 1.8.17 ἀπελαύνω to drive away
280 διειχέτην 1.8.17 διέχω to keep apart
281 ἐπαιάνιζόν 1.8.17 παιανίζω nodef
282 ἐξεκύμαινέ 1.8.18 ἐκκυμαίνω to wave from the straight line
283 ἐλελίζουσι 1.8.18 ἐλελίζω to whirl round
284 λέγουσι 1.8.18 λέγω to pick; to say
285 ἐκκλίνουσιν 1.8.19 ἐκκλίνω to bend out of the regular line
286 φεύγουσι 1.8.19 φεύγω to flee
287 ἐδίωκον 1.8.19 διώκω to pursue
288 ἔπαθεν 1.8.20 πάσχω to experience
289 ἐπέκαμπτεν 1.8.23 ἐπικάμπτω to bend into an angle
290 ἐλαύνει 1.8.24 ἐλαύνω to drive
291 ἔτρεψε 1.8.24 τρέπω to turn
292 παίει 1.8.26 παίω to strike
293 τιτρώσκει 1.8.26 τιτρώσκω to wound
294 ἀκοντίζει 1.8.27 ἀκοντίζω to hurl a javelin
295 ἀπέθνῃσκον 1.8.27 ἀποθνῄσκω to die
296 λέγει 1.8.27 λέγω to pick; to say
297 ἀπέθανε 1.8.27 ἀποθνῄσκω to die
298 εἶχε 1.8.29 ἔχω to have
299 μανθάνουσιν 1.9.4 μανθάνω to learn
300 ἔκρινον 1.9.5 κρίνω to pick out
301 ἔπρεπε 1.9.6 πρέπω to be clearly seen
302 ἔπαθεν 1.9.6 πάσχω to experience
303 εἶχεν 1.9.6 ἔχω to have
304 κατέκανε 1.9.6 κατακαίνω kill
305 κατεπέμφθη 1.9.7 κατεπεμφθάνω nodef
306 καθήκει 1.9.7 καθήκω to have come; to suit
307 ἐπίστευον 1.9.8 πιστεύω to trust
308 ἐπίστευον 1.9.8 πιστεύω to trust
309 ἐπίστευε 1.9.8 πιστεύω to trust
310 ἤθελε 1.9.9 ἐθέλω to will
311 ἔλεγεν 1.9.10 λέγω to pick; to say
312 ἐξέφερον 1.9.11 ἐκφέρω to carry out of
313 ἤθελεν 1.9.13 ἐθέλω to will
314 ἔγνωσαν 1.9.17 γιγνώσκω to learn to know
315 ἔκρυπτεν 1.9.19 κρύπτω to hide
316 τυγχάνει 1.9.20 τυγχάνω (with gen.) to hit the mark
317 ἐλάμβανε 1.9.22 λαμβάνω to take
318 ἔπεμπε 1.9.25 πέμπω to send
319 ἔπεμψε 1.9.25 πέμπω to send
320 ἔπεμπε 1.9.26 πέμπω to send
321 ἐκέλευε 1.9.27 κελεύω to urge
322 ἀκούω 1.9.28 ἀκούω to hear
323 κρίνω 1.9.28 κρίνω to pick out
324 ηὗρε 1.9.29 εὑρίσκω to find
325 ἀπέθανον 1.9.31 ἀποθνῄσκω to die
326 ἐτύγχανεν 1.9.31 τυγχάνω (with gen.) to hit the mark
327 ἔφυγεν 1.9.31 φεύγω to flee
328 εἰσπίπτει 1.10.1 εἰσπίπτω to fall into
329 φεύγουσι 1.10.1 φεύγω to flee
330 διαρπάζουσι 1.10.2 διαρπάζω to tear in pieces
331 λαμβάνει 1.10.2 λαμβάνω to take
332 ἐκφεύγει 1.10.3 ἐκφεύγω to flee out
333 ἔτυχον 1.10.3 τυγχάνω (with gen.) to hit the mark
334 ἀπέκτειναν 1.10.3 ἀποκτείνω to kill
335 ἀπέθανον 1.10.3 ἀποθνῄσκω to die
336 ἔφυγόν 1.10.3 φεύγω to flee
337 ἔσωσαν 1.10.3 σῴζω to save
338 ἔσωσαν 1.10.3 σῴζω to save
339 διέσχον 1.10.4 διέχω to keep apart
340 ἤκουσε 1.10.5 ἀκούω to hear
341 ἁθροίζει 1.10.5 ἀθροίζω to gather together
342 ἦγεν 1.10.6 ἄγω to lead
343 ἀπῆγεν 1.10.6 ἀπάγω to lead away
344 ἔφυγεν 1.10.7 φεύγω to flee
345 διήλασε 1.10.7 διελαύνω to drive through
346 κατέκανε 1.10.7 κατακαίνω kill
347 ἔπαιον 1.10.7 παίω to strike
348 ἠκόντιζον 1.10.7 ἀκοντίζω to hurl a javelin
349 ἦρχε 1.10.7 ἄρχω (to be first) to rule
350 ἀναστρέφει 1.10.8 ἀναστρέφω to turn upside down
351 συντυγχάνει 1.10.8 συντυγχάνω to meet with
352 ἔδεισαν 1.10.9 δείδω to fear
353 ἔφευγον 1.10.11 φεύγω to flee
354 ἐπεδίωκον 1.10.12 ἐπιδιώκω to pursue after
355 λείπουσι 1.10.13 λείπω to leave
356 ἀνεβίβαζεν 1.10.14 ἀναβιβάζω to make go up
357 πέμπει 1.10.14 πέμπω to send
358 κελεύει 1.10.14 κελεύω to urge
359 ἤλασέ 1.10.15 ἐλαύνω to drive
360 ἀπαγγέλλει 1.10.15 ἀπαγγέλλω to bring tidings
361 ἐθαύμαζον 1.10.16 θαυμάζω to wonder
362 εἴκαζον 1.10.16 εἰκάζω to make like to
363 καταλαμβάνουσι 1.10.18 καταλαμβάνω to seize upon
364 διήρπασαν 1.10.18 διαρπάζω to tear in pieces